- υδατόστρωμα
- su tabakası
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
υδατόστρωμα — το, Ν στρώμα νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + στρώμα. Η λ., στον πληθ. ὑδατοστρώματα, μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek
υδατόστρωμα — το, ατος στρώμα νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)